αποκαρδιωτικός

αποκαρδιωτικός
-ή, -ό
αυτός που προκαλεί αποκαρδίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποκαρδιώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αποκαρδιωτικός, -ή — ό αυτός που προκαλεί αποκαρδίωση, απογοητευτικός: Το θέαμα που αντίκριζε ήταν αποκαρδιωτικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυχραντικός — ή, ό 1. αυτός που συντελεί στην ψύχρανση. 2. αυτός που προκαλεί δυσαρέσκεια, ο αποκαρδιωτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”